συμφυσιούμαι

συμφυσιούμαι
-όομαι, Α [σύμφυσις]
ενώνομαι, συνάπτομαι κατά τρόπο φυσικό με κάτι, συνδέομαι με σύμφυση («ὁ ὑετὸς δένδρεσι καὶ φυτοῑς συμφυσιούμενος σῶμα ἀπεργάζεται», Επιφάν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”